τύφωση

τύφωση
η / τύφωσις, -ώσεως, ΝΜ [τυφῶ]
νεοελλ.
ιατρ. πυρετική κατάσταση κατά την δευτερογενή περίοδο τών βαρύτατων μορφών σύφιλης
μσν.
έπαρση, ματαιοδοξία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”